- αναταμόντες
- ἀναταμόντεςἀνατέμνωcut up: aor part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀναταμόντες — ἀνατέμνω cut up aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek